- υψικερως
- ὑψίκερωςὑψί-κερως2, gen. κερω высокорогий
(ἔλαφος Hom.; ταῦρος Soph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἔλαφος Hom.; ταῦρος Soph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὑψίκερως — ὑψίκερω̆ς , ὑψίκερως adverbial ὑψίκερω̆ς , ὑψίκερως masc/fem nom pl ὑψίκερω̆ς , ὑψίκερως masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υψίκερως — ων, Α αυτός που έχει ψηλά κέρατα («ὑψίκερω... φάσμα ταύρου», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + κερως (< κέρας, ατος), πρβλ. ὀρθό κερως] … Dictionary of Greek
ὑψίκερων — ὑψίκερω̆ν , ὑψίκερως masc/fem/neut gen pl ὑψίκερω̆ν , ὑψίκερως masc/fem acc sg ὑψίκερω̆ν , ὑψίκερως neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψικέρατα — ὑψικέρᾱτα , ὑψικέρως high horned neut nom/voc/acc pl ὑψικέρᾱτα , ὑψικέρως high horned masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψίκερω — ὑψίκερω̆ , ὑψίκερως masc/fem/neut nom/voc/acc dual ὑψίκερω̆ , ὑψίκερως masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιπύκερως — αἰπύκερως, ων (Μ) κατά το Ετυμ. Μέγα «ὑψίκερως», ψηλοκέρατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰπὺς + κερως < κέρας] … Dictionary of Greek
κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… … Dictionary of Greek
ύψι — Α επίρρ. (επικ. τ.) σε ύψος, ψηλά («Ζεὺς ἥμενος ὕψι κέλευεν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. ὕψι ανάγεται στο θ. ὑπ (IE *up) τών ὑπό*, ὑπέρ, ὕπ ατος*, και εμφανίζει δυσερμήνευτο συριστικό s (πρβλ. ἀπό: ἄψ, ὀψέ και τα λατ. sub: sustines) και επίθημα … Dictionary of Greek